Από την αρχή έδειξε τις προθέσεις του εκείνος ο θηλυπρεπής, ο Οκταβιανός. Ο χλεμπονιάρης που είχε προσφέρει τον πισινό του στον Ιούλιο Καίσαρα, γι’ αυτό ο δικτάτορας τον είχε υιοθετήσει.
Εμείς όμως φερόμασταν ωσάν τυφλοί.
Είκοσι χρονών, όταν η σύγκλητος αρνήθηκε να τον κάνει ύπατο, βάδισε με τις λεγεώνες του ενάντια στη Ρώμη ωσάν ενάντια σε εχθρική πόλη. Το πρωτοπαλίκαρό του τράβηξε το σπαθί και είπε στους βουλευτές: «αν δεν τον κάνετε εσείς ύπατο, θα τον κάνει τούτο».
Όλοι περιμέναμε ότι θα ξεσπάσει η λαϊκή οργή. Αλλά τίποτα δεν έγινε. Όλοι περιμέναμε ο ένας από τον άλλον κι ουδείς έπραξε τίποτα.
Τι έπαθαν οι Ρωμαίοι, αυτός ο δημοκρατικός λαός που θαύμαζε τους Έλληνες και το πολίτευμά τους, κι ανέχθηκαν τον δικτατορίσκο, τον ασθενικό, τον άκαρδο; Τι έπαθαν εκείνοι που πριν λίγα χρόνια έσφαξαν τον Ιούλιο Καίσαρα όταν κατέλυσε την δημοκρατία; Πώς αποκοιμήθηκαν εκείνοι που με τη δημοκρατία είχαν γίνει ο κυρίαρχος λαός; Πώς ανέχθηκαν αυτόν που τους υποχρέωσε να τον φωνάζουν Αύγουστο κι έδωσε μάλιστα το όνομά του στον καλοκαιρινό μήνα;
Ουδόλως αντέδρασαν και μοναχά για τον νόμο περί γάμου έκαμαν διαδηλώσεις, οι οποίες είχαν ένα αποτέλεσμα: ο ηγεμόνας αύξησε το όριο της χηρείας στα τρία χρόνια.
Ζεύτηκαν στο ζυγό, όχι μόνο στα 31 χρόνια της εξουσίας του, αλλά και μετά το θάνατό του, αφού ποτέ πια η Ρώμη δεν είδε δημοκρατία κι όσοι ήλθαν μετά από αυτόν, καλύτεροι ή χειρότεροι, ήσαν όλοι δικτάτορες.
Ας πρόσεχαν όμως οι αποβλακωμένοι Πληβείοι, που έτρεχαν ωσάν ζώα όταν ο αυτοκράτορας πρόσφερε αιματηρά θεάματα, μονομαχίες, ναυμαχίες, κυνήγι άγριων ζώων, αρματοδρομίες. Ερήμωναν τα σπίτια και οι δρόμοι κι εφύλασσαν τις γειτονιές λεγεωνάριοι ώστε οι ληστές να μην επωφεληθούν.
Μόνο στα λόγια θαύμαζαν τους Έλληνες. Διότι οι Αθηναίοι άνδρες πήγαιναν στους τραγικούς αγώνες και στη βουλή του Δήμου. Όχι σε μονομαχίες κι αρματοδρομίες.
Ας πρόσεχαν οι ηλίθιοι Ρωμαίοι, ότι μόνοι τους δημιούργησαν τη μοίρα τους.
Είχαν δει τα σημάδια των καιρών. Άφησαν όμως ωσάν να είχαν περιπέσει σε νάρκη να πάρουν την εξουσία οι αριστοκράτες και τελείωσε η δημοκρατία μας, για την οποία τόσο αίμα είχε χυθεί.
Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτοί οι πολίτες που είχαν γίνει ζώα, άφησαν να τους κλέψουν όλα όσα είχαν κατακτήσει οι πρόγονοί τους.
Κι έπειτα, έζησαν αιώνες κόλασης, αυτοί οι ίδιοι Πληβείοι, οι οποίοι έσκυβαν το κεφάλι ωσάν να είχε πέσει επάνω τους συμφορά. Όμως την συμφορά οι ίδιοι την είχαν αφήσει να επιπέσει.
Ο Αύγουστος κυβέρνησε με χέρι στιβαρό. Από τη δικτατορία του, κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Κανενός η ζωή δεν ήταν στα δικά του χέρια. Ούτε να επιλέξει τη μοναξιά του δεν μπορούσε. Νόμος του αυτοκράτορα υποχρέωνε άνδρες και γυναίκες να παντρεύονται έπειτα από την ενηλικίωσή τους. Οι χήροι έπρεπε να νυμφευτούν ξανά. Αρχικώς ο νόμος επέβαλλε αμέσως μετά τη χηρεία, έπειτα όμως από τις διαδηλώσεις δόθηκε ένα ανώτατο όριο τρία έτη μετά τον θάνατο του εκλιπόντος. Κι όποιος παραβίαζε το νόμο, οι τιμωρίες δεν ήταν παίξε – γέλασε. Φυλακές δεν υπήρχαν. Αυτή η παλαιά πρόταση του Ιούλιου Καίσαρα είχε περιγελαστεί κι ουδέποτε εφαρμόστηκε. Αυτό έλλειπε, να κάθονται οι εγκληματίες και να τους ταΐζουν. Ή σε εκτελούσαν ή σου έσπαγαν τα πόδια ή σε έριχναν στον Τίβερη σε ένα τσουβάλι μαζί με ένα φίδι, ένα σκύλο και μια μαϊμού.
Αλίμονο σε όσους παρανόμως επιχειρούσαν να αποφύγουν την εικοσαετή στρατιωτική θητεία. Ένας ιππέας έκοψε τους αντίχειρες των γιών του για να αποφύγουν τη στράτευση. Όλοι θανατώθηκαν και η περιουσία εκποιήθηκε.
Αλίμονο σε όσους νομιμόφρονες υπηρετούσαν είκοσι χρόνια τη στρατιωτική τους θητεία. Εάν γλίτωναν από τους εχθρούς, δεν γλίτωναν από τον ίδιο τον Αύγουστο. Εάν μια κοορτή υποχωρούσε υπό την πίεση των εχθρών στη διάρκεια της μάχης, μοίραζαν κλήρους στους στρατιώτες κι όσοι είχαν αριθμούς πολλαπλάσιους του 10, εκτελούνταν. Όποιος, σε καιρό ειρήνης, εγκατέλειπε τη θέση του για να επισκεφθεί λίγο τη γυναίκα του, τιμωρούνταν με θάνατο.
Αλίμονο στους εχθρούς του αυτοκράτορα. Όποιος έστω υπαινικτικά εναντιωνόταν, βασανίζονταν κι έβρισκε άδικο θάνατο.
Αλίμονο στους φίλους του αυτοκράτορα. Ο πραίτορας Γάλλιος, ενώ του υπέβαλλε τα σέβη του, έκαμε το λάθος να κρατάει κάτω από τον χιτώνα δύο πινακίδια γραφής. Ο Αύγουστος ενόμιζε ότι ήταν ξίφος, αλλά, επειδή ήταν δειλός, δεν τον αντιμετώπισε εκείνη τη στιγμή. Έστειλε αργότερα τους ανθρώπους του, οι οποίοι τον βασάνισαν και, παρ’ ότι δεν ομολόγησε τίποτα, αφού δεν είχε τίποτα να ομολογήσει, τον σκότωσαν.
Ένας ιππέας ονόματι Πινάριος, κρατούσε σημειώσεις κατά τη διάρκεια λόγου του Οκταβιανού. Ο αυτοκράτορας τον έθαψε ζωντανό επειδή υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για κατάσκοπο.
Οι κάποτε δημοκρατικοί Ρωμαίοι δεν μπορούσαν πια να μιλήσουν παρά μονάχα μετά τον θάνατό τους. Γι’ αυτό έγινε συνήθειο να αναπτύσσουν τις πολιτικές απόψεις τους στις διαθήκες τους, αφού τον νεκρό κανείς δεν μπορούσε να τον τιμωρήσει.
Αυτά έπαθαν οι Ρωμαίοι επειδή δεν αντιστάθηκαν, αλλά πήγαιναν στον ιππόδρομο και τα θεάματα.
Αυτά έπαθαν επειδή είχαν κουραστεί και πίστεψαν ότι ο Οκταβιανός θα επιβάλλει νόμο και τάξη. Η αλήθεια ήταν ότι τα τελευταία χρόνια οι Βάρβαροι στα σύνορα αψιμαχούσαν και η Ρώμη είχε γίνει άντρο συμμοριών κι απήγαγαν αθώους πολίτες στη μέση του δρόμου για να τους βάλουν να δουλεύουν δούλοι στα κτήματα γαιοκτημόνων. Κι οι Ρωμαίοι, αντί να καταργήσουν τους γαιοκτήμονες, ανακηρύξαν αυτοκράτορα τον Αύγουστο.
Αλλά ελίχθηκε κι εκείνος έξυπνα. Είχε διδαχθεί από την δολοφονία του θετού πατέρα του, Ιουλίου Καίσαρα. Δεν διέλυσε τη σύγκλητο. Οι θεσμοί της δημοκρατίας εξακολουθούσαν να λειτουργούν. Απλώς, ήταν άδεια πουκάμισα. Με εκβιασμούς και δωροδοκίες, οι βουλευτές ψήφιζαν πάντοτε αυτό που εκείνος επέβαλλε και με νομικά τερτίπια εφάρμοζε τις αποφάσεις του ακόμη και χωρίς τη ψήφο των βουλευτών. Κι έτσι μπορούσε να κοροϊδεύει τον λαό ότι είχαν ακόμη δημοκρατία, ενώ η δημοκρατία είχε καταργηθεί πολύ καιρό πριν.
Η ασφάλεια που μας υποσχέθηκε αποδείχθηκε παραμύθι. Οι Γερμανικές φυλές ξεσηκώθηκαν. Παρέσυραν τρεις λεγεώνες στα δάση τους, 20.000 άνδρες, τους οποίους έσφαξαν μέχρι ενός, αξιωματικούς, οπλίτες, εφέδρους. Από τότε οι Γερμανοί αποσχίστηκαν από το ευεργετικό κράτος μας. Και χρειάστηκε να επιβάλλει ακόμη πιο αυστηρά μέτρα ο Αύγουστος για να μην ξεσηκωθούν οι επαρχίες αλλά και η ίδια η Ρώμη και διαλυθεί η αυτοκρατορία και παντού έβλεπες στρατιώτες έτοιμους να σου βγάλουν τα έντερα εάν μιλούσες, καθώς όσα νομίσαμε ότι θα κερδίσουμε με τη δικτατορία δεν τα κερδίσαμε κι ούτε τάξη ούτε ειρήνη είχαμε, ούτε παντοδύναμοι ήμασταν και, τώρα πια, ούτε ελεύθεροι.
Κι έτσι κυβέρνησε ο Οκταβιανός πολλά χρόνια, αλλά δεν έκανε ευτυχισμένους ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό του.
Κι εγώ, ένας γραφέας, είμαι υποχρεωμένος, για να ειπώ αυτά, να συντάξω προηγουμένως τη διαθήκη μου.