Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που έβλεπε τα πράγματα ανάποδα. Ό,τι κινούνταν, το έβλεπε ακίνητο, ενώ ό,τι ήταν ακίνητο, το έβλεπε να κινείται. Ό,τι ήταν όρθιο το έβλεπε γκρεμισμένο και ό,τι γκρεμίζονταν, στιβαρό.

Οι γονείς της ήταν πολύ στεναχωρημένοι επειδή το παιδί τους έβλεπε ανάποδα από τα άλλα παιδάκια κι επιπλέον ήταν επικίνδυνο για τη ζωή και την υγεία του, διότι τα αυτοκίνητα, τα οποία κινούνταν, τα έβλεπε ακίνητα και ξεκινούσε να διασχίζει τον δρόμο αντί να περιμένει το φανάρι, ενώ τα δένδρα, που ήταν ακίνητα, τα έβλεπε να τρέχουν και τρόμαζε επειδή νόμιζε ότι περνούσαν φαντάσματα έξω από το παράθυρο. Δεν μπορούσε να παίξει, διότι στο κυνηγητό που τα παιδάκια έτρεχαν τα έβλεπε ακίνητα και στέκονταν κι εκείνη ακίνητη και την έπιαναν εύκολα, ενώ στο κρυφτό που τα παιδιά ήταν ακίνητα, τα έβλεπε να κινούνται και πρόβαλλε από την κρυψώνα της. Όταν ταξίδεψαν με την οικογένειά της στους θείους της στη Νέα Υόρκη κι αντίκρισε τους δίδυμους πύργους, είπε: «τι σωρός ερείπια είναι αυτός»; Ενώ όταν είδε στην τηλεόραση το αεροπλάνο να τους κόβει στα δύο, αναφώνησε: «α, επιτέλους, στάθηκαν όρθιοι».

Δεν μπορούσε, όσο μεγάλωνε, να συσχετιστεί με αγόρια, γιατί όποιον πλησίαζε να της μιλήσει τον έβλεπε ακίνητο και δεν του έδινε σημασία, ενώ όποιος στεκόταν ακίνητος νόμιζε ότι την φλερτάρει και του απαντούσε σα να είχε μιλήσει και το αγόρι τρόμαζε.

Οι γονείς της αναγκάστηκαν να την πάνε σε γιατρούς κι άλλους επιστήμονες. Όλοι μαζί την εξέτασαν και συμπέραναν ότι δεν υπήρχε γιατρειά, αφού δεν υπήρχε ασθένεια. Εξέφρασαν όμως την ανησυχία τους, μήπως ο αντίθετος κόσμος της κοπέλας ερχόταν σε σύγκρουση με τον πραγματικό κι εξαφανίζονταν και οι δύο, όπως ένα μόριο ύλης όταν αντιδράσει με ένα μόριο αντιύλης. Γι’ αυτό έλαβαν μέτρα και η νεαρή γυναίκα κλείστηκε μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο γεμάτο καθρέπτες. Εκεί την άφησαν να μεγαλώσει κι άλλο, με την ελπίδα ότι ο αντίθετος κόσμος θα δει τον εαυτό του σε κάποιον από τους καθρέπτες και θα μεταμορφωθεί σε αληθινό.

(Δημοσιεύτηκε στο The book’s Journal, τεύχος 70, Οκτώβριος 2016)

Featured image

Όπως ίσως διαπιστώνετε από το παρακάτω απόσπασμα της προδημοσίευσης, το νέο μου μυθιστόρημα κινείται στα πλαίσια των προηγούμενων, με δομικές αναφορές στους μεταμοντέρνους και διαρκείς χρονικές μεταβολές, διαφοροποιείται ωστόσο κι επιχειρεί να συμπεριλάβει σε ενιαίο κείμενο όλα τα έως τώρα λογοτεχνικά ρεύματα. Κλασσική αφήγηση, μεταμοντέρνα δομή, μοντέρνα υφολογία, δοκιμιακή γραφή, εμπλοκή του συγγραφέα ως φυσικού προσώπου στην αφήγηση. Νομίζω ότι πέτυχα τον σκοπό μου. Δεν μπορώ να ξέρω αν θα αρέσει το αποτέλεσμα, όμως αισθάνομαι ικανοποίηση και θεωρώ αυτό το βιβλίο, όχι μόνο το καλύτερο που έχω γράψει, αλλά, τουλάχιστον με την τωρινή μου οπτική, το καλύτερο που θα μπορέσω να γράψω.

Χειμώνας του 2011.

1.

Κάθε άνθρωπος έχει μία ιστορία και η ιστορία αυτή είναι για όλους η ίδια.

2.
Ο συγγραφέας κάθε βιβλίου είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτος.

3.

Ακριβώς (ήταν, είδε) η στιγμή που, έτοιμος να τον κόψει κομματάκια, να πριονίσει το λαιμό με ένα ηλεκτρικό μαχαίρι κουζίνας. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη μορφή γιατί, εν αρχή, υπήρχε σκοτάδι. Οι σκιές, μακριές, λεπτές, έτρεμαν και λύγιζαν στις επιφάνειες σαν σπασμένα χέρια. Έπειτα, κόκκινα τις πρώτες στιγμές χρώματα μπήκαν σαν δάκτυλα μέσα στο μαύρο. Το φεγγαρόφωτο είχε γίνει λοξό και μεταλλικό. Κοίταξε ψηλά κι όλα τα αστέρια κρέμονταν κι από μια κλωστή. Ο ουρανός άνοιξε κι άρχισαν να βγαίνουν κι άλλα χρώματα. Πορτοκαλίτα πρώτα δευτερόλεπτα, έπειτα ένα κίτρινο παράξενο,άρρωστο, ξεφτισμένο. Ο Βασίλης έτρεχε με σβέρκο ίσιο. Δεν έστρεφε το κεφάλι. Ηανάσα του λίγη και γρήγορη. Τα χρώματα έμπαιναν το ένα μετά το άλλο και σχημάτιζαν εικόνα ωσάν να τη σχεδίαζε μουγγό χέρι. Ο δρόμος στην άκρη του χωριού, δίπλα από άσπρους τοίχους και θάλασσα. Τα δένδρα κυλούσαν ανάποδα,γίνονταν διπλά από τις σκιές τους. Ακουγόταν ο αέρας με αόρατο οξύ σφύριγμα σαν φάντασμα ξερό με πνεύμονες ηλικιωμένους. Η πραγματικότητα πλησίαζε, το φως ξημέρωνε, δημιουργούσε την πραγματικότητα, όμως τα φαντάσματα έτριζαν σαν ξερός ηλικιωμένος αέρας. Το οξυγόνο λίγο, ούτε καν δικό του. Η αλήθεια δεν ήταν όπως στις ταινίες. Δεν ήταν ήρωας ταινίας, δεν ήταν καν ήρωας. Οι πνεύμονες στέρεψαν. Γονάτισε. Σκυφτός δίπλα στη θάλασσα, ενώ το χωριό είχε μείνει άψυχο, οι άνθρωποι, τα αδέσποτα σκυλιά κι οι γάτες είχαν χαθεί. Περίμενε, απλά. Εκείνον που τα βήματά του μέσα στ’ αυτιά. Εκείνον που θα έφερνε στο τέλος μια ζωή σύντομη, αλλά δεν ήθελε, δεν έπρεπε ακόμα να τελειώσει, ακόμα, δεν είχε προετοιμαστεί. Ποτέ δεν θα ήταν έτοιμος. Ποτέ κανείς δεν είναι έτοιμος. Έτσι, σκυμμένος, άκουγε τα ξένα μάτια στα σωθικά του, το τρίξιμο από τα παπούτσια. Θα ήθελε να δει το πρόσωπο. Έστω μια στιγμή, τελευταία. Επιθυμούσε το πρόσωπο. Τον χτύπησε ένα δάκτυλο. Όλα έγιναν ξανά σκοτάδι. Το έσχιζε μόνο μια φωτεινή γραμμή κάτω από το παράθυρο. Μια κουρτίνα πετούσε κι έπεφτε μαλακά σαν μέδουσα. Έβγαλε μια φωνή και, έτσι όπως σπασμωδικά τα χέρια, η παλάμη του βρήκε το άλλο χέρι που από πριν υπήρχε, αλλά εκείνος, μέσα στην άλλη του πραγματικότητα, το είχε ξεχάσει. Οι δύο βέρες συγκρούστηκαν. Ο ήχος τους λεπτός και μεταλλικός. Η φωνή του είχε ίσως διάρκεια, εκείνος όμως δεν την άκουσε παρά μισή στιγμή πριν το τέλος της.
«Σσσσ», είπε η Έρση. «Πέρασε. Πάει».
Το πορτατίφ άναψε. Τότε μόνο το ουρλιαχτό ανακλάστηκε τελευταία φορά στους τοίχους κι έπεσε βαρύ σαν κουράδα. Η Έρση, γυμνή κάτω από τη διάφανη νυχτικιά της. Ζέστη περνούσε από το σώμα της προς το δικό του.
«Πάλι το ίδιο όνειρο»;
Το μαξιλάρι του είχε γεμίσει σάλια. Σηκώθηκε, για να πει νερό, αλλά στην πραγματικότητα για να πειστεί ότι η αλήθεια μέσα στην οποία είχε ξυπνήσει ήταν πιο αληθινή. Ύστερα έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Κανένα όνειρο δεν ήλθε.

Ο Γιάννης Παπαγιάννης, συγγραφέας του βιβλίου αυτού, ξυπνάει πολύ άσχημα ένα μεσημέρι του Ιουλίου του 2009 και, στην αρχή, δεν θυμάται το προηγούμενο βράδυ.

Ξύπνησα από έναν ήλιο με πυκνά κρόσσια που έπεφτε παντού. Ακόμα και στα μάτια.
Τις πρώτες στιγμές, το κεφάλι μου ήταν άδειο. Είχα δει άσχημα όνειρα το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν τα θυμόμουν γιατί τα όνειρα είναι μαλακισμένα και μόλις τα δω το βάζουν στα πόδια. Το κρανίο μου είχε δύο πόνους. Έναν μπροστά, στο κούτελο κι έναν μικρό, σημείο, πίσω από τον αυχένα. Ίσως το αλκοόλ της προηγούμενης νύχτας χτυπούσε για να φύγει. Θυμήθηκα, (δεν ομολόγησα,φυσικά, αργότερα στην αστυνομία),ότι την προηγούμενη νύχτα, είχα, για πρώτη φορά, καπνίσει. Παραισθησιογόνο καπνό, χόρτο. Απλώς είδα πιο καθαρά τα άστρα και τα σύννεφα που κοκκίνιζαν καθώς κρυβόταν το φεγγάρι κι άκουγα πιο ζωηρά τη μουσική, όχι όπως μέσα από ηχεία όπου οι νότες μοιάζουν με κονσερβοκούτια. Θυμήθηκα τις τρεις κοπέλες, τον Βασίλη, τις πιτσιρίκες και, επειδή κάθε θύμηση έφερνε άλλες, τα θυμήθηκα όλα. Θα ήταν καλύτερα να μη θυμόμουν τίποτα.
Ο Γιάννης Παπαγιάννης, συγγραφέας του βιβλίου αυτού, στην αστυνομία.

Δεν μου επέτρεψαν να επιστρέψω στο δωμάτιο. Με κλείδωσαν στο κρατητήριο, κοινός κρατούμενος, αυτό ήμουν. Ευτυχώς, τουλάχιστον, δεν μου πέρασαν χειροπέδες. Δεν έγινα ρεζίλι των σκυλιών σε ένα τουριστικό θέρετρο γεμάτο σκυλιά.
Το κρατητήριο δεν ήταν καθαρό. Ήταν όμως ήσυχο. Αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ γιατί η φασαρία υπήρχε μέσα μου. Το πρωί σηκώθηκα εξαντλημένος γιατί ο εφιάλτης υπήρχε στο ξύπνιο μου, δεν μπορούσα να ξεφύγω.
Με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό γραφείο. Από το παράθυρο έβλεπα την άκρη της θάλασσας. Είχε σηκωθεί αέρας, γιατί ο αέρας τα καλοκαίρια σηκώνεται σχεδόν κάθε πρωί. Αξιωματικοί της αστυνομίας, με γαλόνια, με καθαρές, σιδερωμένες στολές, με ανέκριναν. Είχαν έρθει μέσα στη νύχτα, ίσως μ’ ελικόπτερο ή σκάφος του λιμενικού. Είχαν ίσως βλασφημήσει, ίσως ξεράσει, είχαν φάτσες κακοφορμισμένες κι εκνευρισμένες, μάλλον δεν είχαν έλθει με ελικόπτερο.
Η ανάκριση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, σε επανάληψη, σε φάρσα. Δεν γνώριζα τίποτε περισσότερο από εκείνα που είχαν ήδη καταγράψει οι (πιο) χαμηλόβαθμοι. Καθένας δεν μπορεί να πει παρά το πολύ αυτό που ξέρει, αν και συνήθως δεν λέμε όλη την αλήθεια, γιατί, αν δεν μείνει ένα κομμάτι για τον εαυτό μας, δεν έχουμε εαυτό κι επίσης επειδή ποτέ δεν γνωρίζουμε ποια είναι η αλήθεια.
Πίστευα ότι ήξερα, όμως δεν ήξερα αν ήξερα. Οι αξιωματικοί ήξεραν εκείνα που ήξερα και λιγότερα ακόμα. Έμοιαζαν περισσότερο κι από εμένα μπερδεμένοι. Ήμουν αθώος, ισχυρίστηκα, άνθρωποςτου πνεύματος, συγγραφέας, διανοούμενος, επιστήμονας.Έξυσαν το πηγούνι. Προ ετών, υπενθύμισαν, ένας άλλος,γέρων συγγραφέας, είχε σπάσει με σφυρί το κεφάλι άλλου συγγραφέα, επομένως, όπως καταλαβαίνετε, παρ’ ότι αμφισβητήθηκε, σκέφτηκα, η δικαστική απόφαση, δεν το είπα. Τηλεφώνησα στην Άννα, τη δικηγόρο μου. Ευτυχώς, ακόμη δεν είχε φύγει διακοπές. Συνομίλησε με τους αξιωματούχους. Όπως με πληροφόρησαν, όταν έκλεισε η γραμμή, ήταν, νομικά, υποχρεωμένοι, (το γνώριζα), υπό όρους, εφ’ όσον δεν είχαν προκύψει ενοχοποιητικά στοιχεία, να με αφήσουν ελεύθερο. Ωστόσο, επειδή – αυτεπαγγέλτως – θα ακολουθούσε δίκη, καλό ήταν να βρω καλό δικηγόρο, αν και ήδη είχα.
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Στρίμωξα τα ρούχα στη βαλίτσα. Τσαλακωμένα έπιαναν τον ίδιο χώρο όπως κι ατσαλάκωτα.
Όμως ούτε στην Αθήνα ήταν εύκολο να κοιμηθώ.

Από την αρχή έδειξε τις προθέσεις του εκείνος ο θηλυπρεπής, ο Οκταβιανός. Ο χλεμπονιάρης που είχε προσφέρει τον πισινό του στον Ιούλιο Καίσαρα, γι’ αυτό ο δικτάτορας τον είχε υιοθετήσει.

Εμείς όμως φερόμασταν ωσάν τυφλοί.

Είκοσι χρονών, όταν η σύγκλητος αρνήθηκε να τον κάνει ύπατο, βάδισε με τις λεγεώνες του ενάντια στη Ρώμη ωσάν ενάντια σε εχθρική πόλη. Το πρωτοπαλίκαρό του τράβηξε το σπαθί και είπε στους βουλευτές: «αν δεν τον κάνετε εσείς ύπατο, θα τον κάνει τούτο».

Όλοι περιμέναμε ότι θα ξεσπάσει η λαϊκή οργή. Αλλά τίποτα δεν έγινε. Όλοι περιμέναμε ο ένας από τον άλλον κι ουδείς έπραξε τίποτα.

Τι έπαθαν οι Ρωμαίοι, αυτός ο δημοκρατικός λαός που θαύμαζε τους Έλληνες και το πολίτευμά τους, κι ανέχθηκαν τον δικτατορίσκο, τον ασθενικό, τον άκαρδο; Τι έπαθαν εκείνοι που πριν λίγα χρόνια έσφαξαν τον Ιούλιο Καίσαρα όταν κατέλυσε την δημοκρατία; Πώς αποκοιμήθηκαν εκείνοι που με τη δημοκρατία είχαν γίνει ο κυρίαρχος λαός; Πώς ανέχθηκαν αυτόν που τους υποχρέωσε να τον φωνάζουν Αύγουστο κι έδωσε μάλιστα το όνομά του στον καλοκαιρινό μήνα;

Ουδόλως αντέδρασαν και μοναχά για τον νόμο περί γάμου έκαμαν διαδηλώσεις, οι οποίες είχαν ένα αποτέλεσμα: ο ηγεμόνας αύξησε το όριο της χηρείας στα τρία χρόνια.

Ζεύτηκαν στο ζυγό, όχι μόνο στα 31 χρόνια της εξουσίας του, αλλά και μετά το θάνατό του, αφού ποτέ πια η Ρώμη δεν είδε δημοκρατία κι όσοι ήλθαν μετά από αυτόν, καλύτεροι ή χειρότεροι, ήσαν όλοι δικτάτορες.

Ας πρόσεχαν όμως οι αποβλακωμένοι Πληβείοι, που έτρεχαν ωσάν ζώα όταν ο αυτοκράτορας πρόσφερε αιματηρά θεάματα, μονομαχίες, ναυμαχίες, κυνήγι άγριων ζώων, αρματοδρομίες. Ερήμωναν τα σπίτια και οι δρόμοι κι εφύλασσαν τις γειτονιές λεγεωνάριοι  ώστε οι ληστές να μην επωφεληθούν.

Μόνο στα λόγια θαύμαζαν τους Έλληνες. Διότι οι Αθηναίοι άνδρες πήγαιναν στους τραγικούς αγώνες και στη βουλή του Δήμου. Όχι σε μονομαχίες κι αρματοδρομίες.

Ας πρόσεχαν οι ηλίθιοι Ρωμαίοι, ότι μόνοι τους δημιούργησαν τη μοίρα τους.

Είχαν δει τα σημάδια των καιρών. Άφησαν όμως ωσάν να είχαν περιπέσει σε νάρκη να πάρουν την εξουσία οι αριστοκράτες και τελείωσε η δημοκρατία μας, για την οποία τόσο αίμα είχε χυθεί.

Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτοί οι πολίτες που είχαν γίνει ζώα, άφησαν να τους κλέψουν όλα όσα είχαν κατακτήσει οι πρόγονοί τους.

Κι έπειτα, έζησαν αιώνες κόλασης, αυτοί οι ίδιοι Πληβείοι, οι οποίοι έσκυβαν το κεφάλι ωσάν να είχε πέσει επάνω τους συμφορά. Όμως την συμφορά οι ίδιοι την είχαν αφήσει να επιπέσει.

Ο Αύγουστος κυβέρνησε με χέρι στιβαρό. Από τη δικτατορία του, κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει. 

Κανενός η ζωή δεν ήταν στα δικά του χέρια. Ούτε να επιλέξει τη μοναξιά του δεν μπορούσε. Νόμος του αυτοκράτορα υποχρέωνε άνδρες και γυναίκες να παντρεύονται έπειτα από την ενηλικίωσή τους. Οι χήροι έπρεπε να νυμφευτούν ξανά. Αρχικώς ο νόμος επέβαλλε αμέσως μετά τη χηρεία, έπειτα όμως από τις διαδηλώσεις δόθηκε ένα ανώτατο όριο τρία έτη μετά τον θάνατο του εκλιπόντος. Κι όποιος παραβίαζε το νόμο, οι τιμωρίες δεν ήταν παίξε – γέλασε. Φυλακές δεν υπήρχαν. Αυτή η παλαιά πρόταση του Ιούλιου Καίσαρα είχε περιγελαστεί κι ουδέποτε εφαρμόστηκε. Αυτό έλλειπε, να κάθονται οι εγκληματίες και να τους ταΐζουν. Ή σε εκτελούσαν ή σου έσπαγαν τα πόδια ή σε έριχναν στον Τίβερη σε ένα τσουβάλι μαζί με ένα φίδι, ένα σκύλο και μια μαϊμού.

Αλίμονο σε όσους παρανόμως επιχειρούσαν να αποφύγουν την εικοσαετή στρατιωτική θητεία. Ένας ιππέας έκοψε τους αντίχειρες των γιών του για να αποφύγουν τη στράτευση. Όλοι θανατώθηκαν και η περιουσία εκποιήθηκε.

Αλίμονο σε όσους νομιμόφρονες υπηρετούσαν είκοσι χρόνια τη στρατιωτική τους θητεία. Εάν γλίτωναν από τους εχθρούς, δεν γλίτωναν από τον ίδιο τον Αύγουστο. Εάν μια κοορτή υποχωρούσε υπό την πίεση των εχθρών στη διάρκεια της μάχης, μοίραζαν κλήρους στους στρατιώτες κι όσοι είχαν αριθμούς πολλαπλάσιους του 10, εκτελούνταν. Όποιος, σε καιρό ειρήνης, εγκατέλειπε τη θέση του για να επισκεφθεί λίγο τη γυναίκα του, τιμωρούνταν με θάνατο.

Αλίμονο στους εχθρούς του αυτοκράτορα. Όποιος έστω υπαινικτικά εναντιωνόταν, βασανίζονταν κι έβρισκε άδικο θάνατο.

Αλίμονο στους φίλους του αυτοκράτορα. Ο πραίτορας Γάλλιος, ενώ του υπέβαλλε τα σέβη του, έκαμε το λάθος να κρατάει κάτω από τον χιτώνα δύο πινακίδια γραφής. Ο Αύγουστος ενόμιζε ότι ήταν ξίφος, αλλά, επειδή ήταν δειλός, δεν τον αντιμετώπισε εκείνη τη στιγμή. Έστειλε αργότερα τους ανθρώπους του, οι οποίοι τον βασάνισαν και, παρ’ ότι δεν ομολόγησε τίποτα, αφού δεν είχε τίποτα να ομολογήσει, τον σκότωσαν.

Ένας ιππέας ονόματι Πινάριος, κρατούσε σημειώσεις κατά τη διάρκεια λόγου του Οκταβιανού. Ο αυτοκράτορας τον έθαψε ζωντανό επειδή υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για κατάσκοπο.

Οι κάποτε δημοκρατικοί Ρωμαίοι δεν μπορούσαν πια να μιλήσουν παρά μονάχα μετά τον θάνατό τους. Γι’ αυτό έγινε συνήθειο να αναπτύσσουν τις πολιτικές απόψεις τους στις διαθήκες τους, αφού τον νεκρό κανείς δεν μπορούσε να τον τιμωρήσει.

Αυτά έπαθαν οι Ρωμαίοι επειδή δεν αντιστάθηκαν, αλλά πήγαιναν στον ιππόδρομο και τα θεάματα.

Αυτά έπαθαν επειδή είχαν κουραστεί και πίστεψαν ότι ο Οκταβιανός θα επιβάλλει νόμο και τάξη. Η αλήθεια ήταν ότι τα τελευταία χρόνια οι Βάρβαροι στα σύνορα αψιμαχούσαν και η Ρώμη είχε γίνει άντρο συμμοριών κι απήγαγαν αθώους πολίτες στη μέση του δρόμου για να τους βάλουν να δουλεύουν δούλοι στα κτήματα γαιοκτημόνων. Κι οι Ρωμαίοι, αντί να καταργήσουν τους γαιοκτήμονες, ανακηρύξαν αυτοκράτορα τον Αύγουστο.

Αλλά ελίχθηκε κι εκείνος έξυπνα. Είχε διδαχθεί από την δολοφονία του θετού πατέρα του, Ιουλίου Καίσαρα. Δεν διέλυσε τη σύγκλητο. Οι θεσμοί της δημοκρατίας εξακολουθούσαν να λειτουργούν. Απλώς, ήταν άδεια πουκάμισα. Με εκβιασμούς και δωροδοκίες, οι βουλευτές ψήφιζαν πάντοτε αυτό που εκείνος επέβαλλε και με νομικά τερτίπια εφάρμοζε τις αποφάσεις του ακόμη και χωρίς τη ψήφο των βουλευτών. Κι έτσι μπορούσε να κοροϊδεύει τον λαό ότι είχαν ακόμη δημοκρατία, ενώ η δημοκρατία είχε καταργηθεί πολύ καιρό πριν.

Η ασφάλεια που μας υποσχέθηκε αποδείχθηκε παραμύθι. Οι Γερμανικές φυλές ξεσηκώθηκαν. Παρέσυραν τρεις λεγεώνες στα δάση τους, 20.000 άνδρες, τους οποίους έσφαξαν μέχρι ενός, αξιωματικούς, οπλίτες, εφέδρους. Από τότε οι Γερμανοί αποσχίστηκαν από το ευεργετικό κράτος μας. Και χρειάστηκε να επιβάλλει ακόμη πιο αυστηρά μέτρα ο Αύγουστος για να μην ξεσηκωθούν οι επαρχίες αλλά και η ίδια η Ρώμη και διαλυθεί η αυτοκρατορία και παντού έβλεπες στρατιώτες έτοιμους να σου βγάλουν τα έντερα εάν μιλούσες, καθώς όσα νομίσαμε ότι θα κερδίσουμε με τη δικτατορία δεν τα κερδίσαμε κι ούτε τάξη ούτε ειρήνη είχαμε, ούτε παντοδύναμοι ήμασταν και, τώρα πια, ούτε ελεύθεροι.

Κι έτσι κυβέρνησε ο Οκταβιανός πολλά χρόνια, αλλά δεν έκανε ευτυχισμένους ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό του.

Κι εγώ, ένας γραφέας, είμαι υποχρεωμένος, για να ειπώ αυτά, να συντάξω προηγουμένως τη διαθήκη μου.

Ένα αριστουργηματικό παιχνίδι με τα κεφάλαια – το βιβλίο διαβάζεται και αγραμμικά – επιτρέπει στον αναγνώστη να γίνει συνδημιουργός.  Και φυσικά στο βιβλίο να γίνει για τον καθένα μας, ένα άλλο βιβλίο.

Ελένη Γκίκα, «Έθνος», 6/9/2009

…γεγονός είναι ότι ο Παπαγιάννης μας παραδίδει ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και αξιοπρόσεκτα μυθιστορήματα της χρονιάς, αποδεικνύοντας ότι διαθέτει ένα ιδιαίτερο και ήδη ώριμο συγγραφικό ταλέντο.

Νίκος Κουνενής, Αυγή, 15/11/2009

Ταυτόχρονα ο συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα για την ίδια την λογοτεχνία, παρασέρνοντας τον αναγνώστη σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι τόσο δομικών στοιχείων όσο και θεωρητικών εννοιών, όπως αυτή της συγγραφικής ιδιοκτησίας, τέχνασμα που συμβάλλει στην πρωτοτυπία του έργου. Όπως ο ένας εκ των ηρώων του επεξεργάζεται και κάνει δημιουργικά μιξάζ με τους ήχους, το ίδιο κάνει και ο Γιάννης Παπαγιάννης με τη λογοτεχνία. Το αποτέλεσμα είναι άκρως ενδιαφέρον και απαιτεί περισσότερες «ηχητικές» επαναλήψεις.

Μυρτώ Τσελέντη, Culture («Ο κόσμος του επενδυτή»). 17/10/2009.

…Επιτυγχάνει να εξάψει την περιέργεια του αναγνώστη. Οι γρήγοροι διάλογοι, οι λακωνικές περιγραφές και η αδρή σκιαγράφηση των ηρώων του με μονοκοντυλιές συγκαταλέγονται στα θετικά στοιχεία του

Κωνσταντίνος Μπούρας, «Βιβλιοθήκη», «Ελευθεροτυπία», 23-10-2009

Μία ιστορία που κάνει τον αναγνώστη να γελάει αλλά και να εκπλήσσεται. Παίζει με το χρόνο, δημιουργεί ερωτήματα και ανατρέπει. … Όλα τα ερωτήματα στο τέλος θα απαντηθούν, σε ένα φινάλε ανατρεπτικό και δραματικό…

Βασίλης Λουμπρίνης, «Τα Νέα», 30/6/2009

Ο ταλαντούχος Παπαγιάννης χρησιμοποιεί αλληγορικά τις πεταλούδες για να μιλήσει για τις μεταμορφώσεις του ανθρώπου και των σχέσεων πέρα από τους νόμους, της ταυτότητας και της λογικής (ίσως μονάχα της δυναμικής ερμηνείας και του έρωτα).

Τίνα Μανδηλαρά, Big Fish, 11/10/2009

Ο τίτλος είναι αλληγορικός. Κι όμως ρέει τόσος ρεαλισμός κάτω από τις γραμμές. .. Μέσα από την παραβολή και την ηθελημένη ανακολουθία του, βγάζει ένα παρηγορητικό συμπέρασμα. Ο συγγραφέας δεν αφήνει χωρίς λύτρωση τον αναγνώστη. Κινητήριος μοχλός στην εξέλιξη του μύθου; Η επικοινωνία.

Ιωάννα Κολοβού, «Φιλολογική Βραδυνή», 21/11/2009

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται την ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από ένα λεπτό αστυνομικό τέχνασμα κι αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα δεν έχει ιδιοκτήτη, αλλά κάθε αναγνώστης είναι ιδιοκτήτης.

Τίνα Πανώριου, «Ραδιοτηλεόραση», 16/10/2009

Μάλλον ο όρος αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αδόκιμος στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού ο συγγραφέας πραγματεύεται ταυτόχρονα τα μυστήρια της ύπαρξης. Εννέα άνθρωποι – αντιήρωες μιας ιστορίας που όσο κλειστοφοβική κι αν μοιάζει, καταλήγει σε διέξοδο.

Στέλλα Τουρβά, Grania 20/9/ 2009

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που είναι τοποθετημένα τα κεφάλαια – στο σύνολό τους 87 – του βιβλίου. Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το κεφάλαιο 2, μετά πηγαίνει στο τελευταίο, επανέρχεται στο τρίτο… Το ανακάτεμα δεν έχει γίνει τυχαία… Το τέλος, ωστόσο, είναι άκρως ανατρεπτικό.

Νάντια Γιαννούλη, Metropolis, 8/7/2009

Μια ιστορία παράξενη, συναρπαστική, ίσως και αστεία, οδηγεί τους αναγνώστες να βρουν τις δικές τους διεξόδους.

Φίλιππος Πανταζής, «Αδέσμευτος τύπος», 12/7/2009.

Ο Γιάννης Παπαγιάννης επανέρχεται με το τέταρτο μυθιστόρημά του, με μια ιστορία που κινείται σε αστυνομικούς ρυθμούς, για να αναδείξει όλο τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων.

Όθων Ορφανός, «Free Sunday”, 21/3/2010

Στη συνέχεια, κι ενώ ο πρωταγωνιστής και η εξιστόρηση της βιοπολιτείας του (πόσο γλαφυρά περιγράφει τηνεο-ελληνική, θλιβερή πραγματικότητα ο συγγραφέας, μέσω του εργολάβου Κωνσταντίνου Μπασμένου…) προκαλούν, σχεδόν, τη συμπάθεια, καθώς η ιστορία προχωράει και τα άλλα πρόσωπα ξεδιπλώνουν τον καθοριστικό τους ρόλο, συνειδητοποιείς ότι η συγκεκριμένη αφήγηση είναι καταγγελτική, χωρίς, ωστόσο, να αφήνεται σε μια στείρα απαρίθμηση ανήθικων «κατορθωμάτων», αυτών που βούλιαξαν, νομίζοντας ότι πετάνε. 

  Λευτέρης Βασιλόπουλος, κοντέινερ | Οκτώβριος 2010

Η Κυριακή 9 Μαΐου ήταν μια βραδιά ωραία αλλά, όπως λέει ο στίχος του Αργύρη Χιόνη, επικίνδυνη. Όσοι αψήφησαν τις καθ’ υποψίαν ταραχές και προσήλθαν στο «Έναστρον», παρακολούθησαν την αναλυτική εισήγηση της Μαρώς Τριανταφύλλου, η οποία εξακολουθεί να με εντυπωσιάζει με τις γνώσεις της και τη γεμάτη ζωντάνια παρουσίαση του Νίκου Κουνενή, ο οποίος εξακολουθεί να με ξαφνιάζει με την εφευρετικότητα και την ευγλωτία του. Οι ηθοποιοί Φιλία Κάρλου, Τριαντάφυλλη Μπουτεράκου και, φυσικά, ο Γιάννης Τραμπίδης, χρωμάτισαν με την απαγγελία τους τα αποσπάσματα που οι ίδιοι επέλεξαν και ανέδειξαν μέσα από το όλον. Πολλοί φίλοι, γνωστοί αλλά και άγνωστοι με τίμησαν δια της παρουσίας τους και οφείλω να πω ότι η φωτογραφία αδικεί την εκδήλωση, διότι, επειδή τραβήχτηκε από το πατάρι, δεν απεικονίζει το πατάρι, εις το οποίο κατέφυγαν (άγνωστο για ποιο λόγο) οι περισσότεροι. Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τις σκηνοθέτες Νικολέτα Γούλη και Μαρία Παπαϊωάννου, τον μεταφραστή Παναγιώτη Αρκουδέα, τον ακάματο βιβλιόφιλο και bloger Γιάννη Ρουσιά, τη συγγραφέα Νοέλ Μπάξτερ που απουσίαζε από την παρουσίαση και την Ελλάδα αλλά ήταν ωσάν παρών (κι όχι ωσεί παρών) και όλους όσους παρευρέθηκαν. Μετά τις παρουσιάσεις μου στην Άγκυρα και το Floral, αλλά και στην επαρχία, (Πάτρα, Σύρο), έχω την αίσθηση ότι αυτή ήταν η ευτυχέστερη μέχρι σήμερα βραδιά για το βιβλίο μου.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ*

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, Η ασθένεια της πεταλούδας, μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 381

Ένας γηραιός συλλέκτης ήχων -πρώην επιτυχημένος πολιτικός μηχανικός-, τέσσερις γυναίκες που αναζητούν αδύναμα και χωρίς προσανατολισμό κάποιο νόημα στη ζωή τους, τρεις νέοι άνδρες που επιδίδονται μανιωδώς στο ερωτικό κυνήγι κι ένας συγγραφέας που εκβιάζει παντοιοτρόπως την επιτυχία είναι οι ήρωες του τέταρτου μυθιστορήματος του Γιάννη Παπαγιάννη, με θέμα του τις ρευστές και/ή ακυρωμένες προσωπικές ταυτότητες.

Με υπαρξιακή-ψυχολογική στόχευση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής, το βιβλίο μάς παρουσιάζει τις αρχικώς παράλληλες και εν τέλει διασταυρούμενες ιστορίες αυτών των ανθρώπων, «παίζοντας» μέσα από μεταφορικές παρεκβάσεις με τη δυνατότητα –και κυρίως την πιθανότητα αδυναμίας- της πεταλούδας να ολοκληρώσει τα στάδια της εξέλιξής της, να μπορέσει τελικά να ανοίξει τα φτερά της, αφήνοντας πίσω της τη μεταβατική μορφή της κάμπιας.

Στην εξέλιξη της πλοκής παρακολουθούμε μάταιες και χωρίς προσανατολισμό υπαρξιακές αναζητήσεις, «φραγμένες» επικοινωνίες, ερωτικά παιχνίδια με βίαιη κατάληξη, εναγώνιες προσπάθειες αυτοεπιβεβαίωσης που οδηγούν σε νέα αδιέξοδα, βουβές ή εκρηκτικές αντιπαραθέσεις που, αντί να διευρύνουν, κάνουν περισσότερο ασφυκτικά τα όρια των περίκλειστων κόσμων των ηρώων.

Εν τέλει, το φαρσικό στοιχείο, στην τραγικότερή του εκδοχή, είναι αυτό που θα ηγεμονεύσει. Οι επιστολές που περιλαμβάνονται σε ένα προς έκδοση λογοτεχνικό βιβλίο θα εκληφθούν ως πραγματικές και θα αποτελέσουν την αιτία για μια άγρια δολοφονία, που θα αποσυνθέσει οριστικά και με απρόσμενο τρόπο το ούτως ή άλλως προβληματικά αρμολογημένο ανθρώπινο παζλ. Στο κλείσιμο του βιβλίου, ο αναγνώστης θα «μπερδευτεί» με ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τρόπο, αναζητώντας την αλήθεια της λογοτεχνίας μέσα στην πραγματικότητα και της πραγματικότητας μέσα στη λογοτεχνία.

Εξαιρετικά δουλεμένο από την άποψη της μορφής και της γλώσσας το βιβλίο, καταφέρνει έναν αξιοσημείωτο άθλο: προσδίδει συναρπαστικό ενδιαφέρον στις περιπέτειες χαρακτήρων κάθε άλλο παρά συναρπαστικών. Επιτυχείς οι επιλογές του ενεστώτα χρόνου, και του «κοφτού» μικροπερίοδου λόγου (αντιπροσωπευτικού κατά περίπτωση της κοινωνικής-γλωσσικής ταυτότητας ενός εκάστου των ηρώων), που προσδίδουν στην αφήγηση την περιορισμένη πλην επαρκή αποστασιοποίηση που απαιτείται, προκειμένου να αποφευχθεί η πανταχού παρούσα πιθανότητα διολίσθησης στα μονοπάτια ενός δακρύβρεκτου λυρισμού. Οι χαρακτήρες είναι επαρκώς σμιλεμένοι και τα σπασίματα της χρονικής συνέχειας (η αρίθμηση των κεφαλαίων είναι ασυνεχής, αντίστοιχη των διαρκών «μπρος-πίσω» της αφήγησης) αρτιώνουν τον περίτεχνο και αρκούντως πειραματικό χαρακτήρα της αφήγησης. Η ρισκαδόρικη επιλογή του συγγραφέα να αναθέσει τη συγγραφή των επίμαχων -και ιδιαιτέρως παθιασμένων- γυναικείων επιστολών σε γυναίκα πεζογράφο -τη Τζούλια Γκανάσου- υπήρξε επιτυχής.

Διακρίνοντας ωστόσο μέσα στις σελίδες του βιβλίου την επαρκή κοινωνικοποίηση-πολιτικοποίηση του Παπαγιάννη αλλά και την ικανότητά του να παρουσιάζει γοητευτικά και με επάρκεια το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μιας εποχής (σε ελάχιστες δυστυχώς σελίδες του πρώτου μέρους, αναφερόμενες στην προνασερική και νασερική Αίγυπτο), μένω με το παράπονο ότι ο συγγραφέας αιχμαλωτίστηκε στη συνέχεια από τις αορίστου τόπου και χρόνου ατομικές ταυτότητες των ηρώων του, στερώντας από το βιβλίο του το απαραίτητο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.

Ας είναι. Παρά την προαναφερθείσα έλλειψη, γεγονός είναι ότι ο Παπαγιάννης μας παραδίδει ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και αξιοπρόσεκτα μυθιστορήματα της χρονιάς, αποδεικνύοντας πως διαθέτει ένα ιδιαίτερο, και ήδη ώριμο, συγγραφικό ταλέντο.

Η τρομοκρατία των ανθρώπινων σχέσεων

Ενα αλληγορικό μυθιστόρημα για τις μεταμορφώσεις του καθενός μας μέσα από την «Ασθένεια της πεταλούδας» και τους νόμους των εντόμων υπογράφει ο συγγραφέας Γιάννης Παπαγιάννης «E» 5/9

«Είσαι μια μαριονέτα, μέσα στα χέρια όμως του απείρου, που ίσως είναι τα χέρια σου». Είναι το μότο-κλειδί που ανοίγει ένα κεφάλαιο, και μέχρι το τέλος του εντέχνως ο Γιάννης Παπαγιάννης εγκιβωτίζει, επίσης, φράσεις-κλειδιά: «Πίστευες πως γκρεμίζοντας εκείνο που χωρίζει, ενώνεις. Και το γκρέμισες εκείνο που χωρίζει. Και τα γκρέμισες όλα. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα χωρίς εκείνο που χωρίζει». «Ο άνθρωπος τα κρίνει όλα από την παρούσα στιγμή. Και δεν καταλαβαίνει ότι κρίνει μόνο μια στιγμή: την παρούσα  στιγμή

Φράκταλ
Χρησιμοποιώντας ως ιντερμέδια ιστορίες και… εθιμικό δίκαιο που συναντούμε στα… κολλεόπτερα, μας εισάγει παραβολικά και αλληγορικά στις μεταμορφώσεις του ενός ή του μηδενός, στην εσαεί μεταμόρφωση του καθενός μας. Επιλέγοντας για τίτλο του πολύ σοφά «Η ασθένεια της πεταλούδας» και μιλώντας για κάμπιες και πεταλούδες, πάλι για τις ανθρώπινες σχέσεις και τα μπερδεμένα μας μιλά.

Κλείνοντας το μάτι, τρόπον τινά, στην κουντερική ειρωνεία, (οι «γελοίοι έρωτες» τόσο παρόντες!) και παραπέμποντάς μας σε εκείνες τις αλληγορικά υπέροχες νουβέλες του Ταμπούκι για την τρομοκρατία «Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα», ο Γιάννης Παπαγιάννης για την τρομοκρατία των ανθρωπίνων σχέσεων μας μιλά. Ναι, η κόλασή μου είναι οι άλλοι, όπως είπε ο Σαρτρ, αλλά και ο παραπλανητικά ασθενικός κι άβουλος εαυτός μου. Προκαλώντας, όμως, ως άλλη πεταλούδα… φράκταλ!

Ξεκινώντας λοιπόν έμπλεος ειρωνείας και παραβολικής διάθεσης ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι το εν λόγω… φράκταλ, ήτοι ο συναγερμός στην ανθρώπινη επικοινωνία έχει τη βάση στη χωρητικότητα του εντέρου, αποτελεί ζήτημα του… κώλου, τελικά.

Οι ήρωες, ο συγγραφέας θύμα και θύτης, παίχτης και πιόνι, που το παίζει θεός, ένας αυταρχικός συλλέκτης ήχων που θα αποτελέσει το άνθος του… κακού, μια επίδοξη συγγραφέας που εμπλέκεται σε επικίνδυνες σχέσεις προκειμένου να μην παραμείνει μόνη, μια Αντιγόνη, μια Ελένη και μια Ντίνα που ασφυκτιά, ένας Μανώλης, ένας Παύλος κι ένας Ανδρέας που χρησιμοποιεί και χρησιμοποιείται, αποτελούν το παζλ της καθημερινής μας ψευδαίσθησης και μοναξιάς.

Ο Γιώργος, που μπερδεύει την ιστορία του με τη ζωή και γράφει, γιατί άλλο; Για την «Ασθένεια της Πεταλούδας»:

«Η βασική ιδέα του μυθιστορήματος είναι η μεταμόρφωση. Η αλλαγή. Χρησιμοποίησα το ευτελέστερο αλλά και διαφανέστερο σύμβολο: το έντομο που γεννιέται σκουλήκι, αλλά εξελίσσεται σε ένα από τα εντυπωσιακότερα είδη του μικρόκοσμου». Για να διαπιστώσει και στη ζωή αλλά και στο χαρτί, ότι «Εκτός από τα υγιή, φυσιολογικά έντομα, υπάρχουν και τα άρρωστα. Αυτά που, για διαφόρους λόγους, δεν κατορθώνουν να γίνουν πεταλούδες και πεθαίνουν κλεισμένα στο κουκούλι τους. Αυτά που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τον εξωτερικό κόσμο και χάνονται». Ακριβώς όπως ο Γιώργος που τα ισχυρίζεται όλα αυτά, κι ενώ ονειρεύεται ως συγγραφέας να γίνει πεταλούδα, εγκλωβίζεται στο ίδιο του το κουκούλι.

Ή μήπως και δεν εγκλωβίζεται;

Ενα αριστουργηματικό παιχνίδι με τα κεφάλαια – το βιβλίο διαβάζεται και αγραμμικά – επιτρέπει στον αναγνώστη να γίνει συνδημιουργός. Και φυσικά στο βιβλίο να γίνει για τον καθένα μας, ένα άλλο βιβλίο.

Κι όμως είναι μια ιστορία σχέσεων σε πρώτο επίπεδο «Η ασθένεια της πεταλούδας», τελικά: Για τη ζωή που δεν ζήσαμε, για την πεταλούδα που δεν επιτρέψαμε ποτέ από την κάμπια του χαρακτήρα μας να γεννηθεί:

«Για να μπορέσει να προσαρμοστεί στο ρυθμό ανάπτυξής της, η κάμπια είναι υποχρεωμένη ν’ αλλάξει δέρμα αρκετές φορές. Υπάρχουν είδη που τέτοια αλλαγή συμβαίνει μόνο 3 φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Σε άλλα είδη, οι αλλαγές αυτές φτάνουν τις 15… Η τελευταία αλλαγή δέρματος είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Το καινούργιο δέρμα δεν είναι δέρμα κάμπιας αλλά χρυσαλλίδας. Στην πραγματικότητα, τα δερματικά κελιά μιας πεταλούδας είναι τριμορφικά. παρότι έχουν τόσο διαφορετική υφή, η κάμπια, η χρυσαλλίδα και η πεταλούδα έχουν τις ίδιες δερματικές μονάδες!». Eτσι ή αλλιώς, όμως, από τον ίδιο ιστό «όλα τα δερματικά μας κελιά», ο συγγραφέας μας παρηγορεί. Φροντίζοντας να πει τα πιο φονικά και δύσκολα με απίστευτη ειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Κατορθώνοντας να μιλά για την ανθρώπινη ψυχή με τους νόμους των εντόμων, να γίνεται ο ίδιος ο συγγραφέας και ήρωας, το πείραμα και το πειραματόζωο, όντας ταυτοχρόνως και ο ερευνητής.

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Τι σχέση έχει η ανθρώπινη επικοινωνία με έναν φόνο; Πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει ο έρωτας; Ένα πιστόλι ζει σε συρτάρι. Ποιος το έκλεψε; Ποιος πυροβόλησε; Είναι πραγματικός ο θάνατος; Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που με χιούμορ και συναίσθημα οδηγεί τον αναγνώστη να βρει τις δικές του διεξόδους. 
 
 
 
 

 

Ένας συγγραφέας που συνθέτει το βιβλίο στο οποίο πρωταγωνιστεί.

Ένα πιστόλι που ζει σε συρτάρι.

Ένας αυταρχικός συλλέκτης ήχων. Μια θλιμμένη γερόντισσα. Μια προβληματική κόρη.

Άραγε, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο έρωτας; Τι θα συμβεί όταν τέσσερις άνθρωποι έχουν χάσει την επικοινωνία τους, τόσο που κι οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους; Όταν μια γυναίκα ανακαλύψει ότι ο σύζυγος έχει εξωσυζυγική σχέση; Και, ακόμη περισσότερο, όταν πάθος και συμφέροντα ενδέχεται να οδηγήσουν ακόμη και στον φόνο; Πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση όσοι μπορούν ακόμη να μιλήσουν; Ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει; Ποιος θα σκοτώσει; Άραγε, θα πεθάνει κανείς;

Εννέα πρόσωπα σε μια παράξενη, εφιαλτική αλλά όχι αδιέξοδη ιστορία.

Άνθρωποι που χάνουν το παιχνίδι και άνθρωποι που χτίζουν νέους κανόνες.

Μυθιστόρημα ψυχολογικό, αστυνομικό, υπαρξιακό ή ίσως και τα τρία μαζί.

Ο αναγνώστης πονάει, λυπάται αλλά και χαίρεται βρίσκοντας τις δικές του διεξόδους μαζί με τους ήρωες του βιβλίου.

   Αστείο αλλά και τραγικό.  Εκπλήσσει, αλλά και ανακουφίζει. Παίζει με τον χρόνο, δημιουργεί ερωτήματα, ανατρέπει. Πραγματεύεται την ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από ένα λεπτό αστυνομικό τέχνασμα κι αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα δεν έχει ιδιοκτήτη, αλλά κάθε αναγνώστης είναι ιδιοκτήτης.