ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΕΝΗ*

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, Η ασθένεια της πεταλούδας, μυθιστόρημα, εκδόσεις Άγκυρα, σελ. 381

Ένας γηραιός συλλέκτης ήχων -πρώην επιτυχημένος πολιτικός μηχανικός-, τέσσερις γυναίκες που αναζητούν αδύναμα και χωρίς προσανατολισμό κάποιο νόημα στη ζωή τους, τρεις νέοι άνδρες που επιδίδονται μανιωδώς στο ερωτικό κυνήγι κι ένας συγγραφέας που εκβιάζει παντοιοτρόπως την επιτυχία είναι οι ήρωες του τέταρτου μυθιστορήματος του Γιάννη Παπαγιάννη, με θέμα του τις ρευστές και/ή ακυρωμένες προσωπικές ταυτότητες.

Με υπαρξιακή-ψυχολογική στόχευση και στοιχεία αστυνομικής πλοκής, το βιβλίο μάς παρουσιάζει τις αρχικώς παράλληλες και εν τέλει διασταυρούμενες ιστορίες αυτών των ανθρώπων, «παίζοντας» μέσα από μεταφορικές παρεκβάσεις με τη δυνατότητα –και κυρίως την πιθανότητα αδυναμίας- της πεταλούδας να ολοκληρώσει τα στάδια της εξέλιξής της, να μπορέσει τελικά να ανοίξει τα φτερά της, αφήνοντας πίσω της τη μεταβατική μορφή της κάμπιας.

Στην εξέλιξη της πλοκής παρακολουθούμε μάταιες και χωρίς προσανατολισμό υπαρξιακές αναζητήσεις, «φραγμένες» επικοινωνίες, ερωτικά παιχνίδια με βίαιη κατάληξη, εναγώνιες προσπάθειες αυτοεπιβεβαίωσης που οδηγούν σε νέα αδιέξοδα, βουβές ή εκρηκτικές αντιπαραθέσεις που, αντί να διευρύνουν, κάνουν περισσότερο ασφυκτικά τα όρια των περίκλειστων κόσμων των ηρώων.

Εν τέλει, το φαρσικό στοιχείο, στην τραγικότερή του εκδοχή, είναι αυτό που θα ηγεμονεύσει. Οι επιστολές που περιλαμβάνονται σε ένα προς έκδοση λογοτεχνικό βιβλίο θα εκληφθούν ως πραγματικές και θα αποτελέσουν την αιτία για μια άγρια δολοφονία, που θα αποσυνθέσει οριστικά και με απρόσμενο τρόπο το ούτως ή άλλως προβληματικά αρμολογημένο ανθρώπινο παζλ. Στο κλείσιμο του βιβλίου, ο αναγνώστης θα «μπερδευτεί» με ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα τρόπο, αναζητώντας την αλήθεια της λογοτεχνίας μέσα στην πραγματικότητα και της πραγματικότητας μέσα στη λογοτεχνία.

Εξαιρετικά δουλεμένο από την άποψη της μορφής και της γλώσσας το βιβλίο, καταφέρνει έναν αξιοσημείωτο άθλο: προσδίδει συναρπαστικό ενδιαφέρον στις περιπέτειες χαρακτήρων κάθε άλλο παρά συναρπαστικών. Επιτυχείς οι επιλογές του ενεστώτα χρόνου, και του «κοφτού» μικροπερίοδου λόγου (αντιπροσωπευτικού κατά περίπτωση της κοινωνικής-γλωσσικής ταυτότητας ενός εκάστου των ηρώων), που προσδίδουν στην αφήγηση την περιορισμένη πλην επαρκή αποστασιοποίηση που απαιτείται, προκειμένου να αποφευχθεί η πανταχού παρούσα πιθανότητα διολίσθησης στα μονοπάτια ενός δακρύβρεκτου λυρισμού. Οι χαρακτήρες είναι επαρκώς σμιλεμένοι και τα σπασίματα της χρονικής συνέχειας (η αρίθμηση των κεφαλαίων είναι ασυνεχής, αντίστοιχη των διαρκών «μπρος-πίσω» της αφήγησης) αρτιώνουν τον περίτεχνο και αρκούντως πειραματικό χαρακτήρα της αφήγησης. Η ρισκαδόρικη επιλογή του συγγραφέα να αναθέσει τη συγγραφή των επίμαχων -και ιδιαιτέρως παθιασμένων- γυναικείων επιστολών σε γυναίκα πεζογράφο -τη Τζούλια Γκανάσου- υπήρξε επιτυχής.

Διακρίνοντας ωστόσο μέσα στις σελίδες του βιβλίου την επαρκή κοινωνικοποίηση-πολιτικοποίηση του Παπαγιάννη αλλά και την ικανότητά του να παρουσιάζει γοητευτικά και με επάρκεια το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μιας εποχής (σε ελάχιστες δυστυχώς σελίδες του πρώτου μέρους, αναφερόμενες στην προνασερική και νασερική Αίγυπτο), μένω με το παράπονο ότι ο συγγραφέας αιχμαλωτίστηκε στη συνέχεια από τις αορίστου τόπου και χρόνου ατομικές ταυτότητες των ηρώων του, στερώντας από το βιβλίο του το απαραίτητο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.

Ας είναι. Παρά την προαναφερθείσα έλλειψη, γεγονός είναι ότι ο Παπαγιάννης μας παραδίδει ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και αξιοπρόσεκτα μυθιστορήματα της χρονιάς, αποδεικνύοντας πως διαθέτει ένα ιδιαίτερο, και ήδη ώριμο, συγγραφικό ταλέντο.